Ο Εβρος κείται μακράν
Στις 7 Ιουλίου 2023 ο Πρωθυπουργός διεμήνυε ότι η Ελλάδα είναι πανέτοιμη για τις δασικές πυρκαγιές, ιδίως σε μέσα και στον τομέα του συντονισμού: «Φέτος είπε, θα συντελεστεί πραγματικά, μια κοσμογονία ως προς τα μέσα τα οποία θα έχουμε στη διάθεση μας, για την αντιμετώπιση όλων των κρίσεων που προκαλεί η κλιματική αλλαγή, με σημαντικότερες τις δασικές πυρκαγιές».
Μετά ήρθαν οι πρώτες μεγάλες φωτιές, αλλά, ακόμα, δεν τις είχαν βάλει μετανάστες. Τότε η Ελλάδα -επαίρονταν οι κυβερνητικοί- είχε μία ακόμη σημαντική επιτυχία: Στη Ρόδο κατάφερε μια «πρωτοφανή επιχείρηση εκκένωσης από τα καμένα» περίπου 19.000 τουριστών, «στέλνοντας στο εξωτερικό μήνυμα ασφάλειας» (!).
Μετά ακολούθησαν Δαδιά και η Πάρνηθα.
Στην μεν Πάρνηθα ήταν η τρίτη μετά το 2007 και το 2021, στην δε Δαδιά, τον σημαντικότερο βιότοπο για τα άγρια πτηνά στην Ευρώπη, ήταν η δεύτερη συνεχόμενη χρονιά πυρκαγιάς από πέρυσι, χωρίς άλλη τα τελευταία σαράντα χρόνια.
Ποιος ξέρει, αν ποτέ σβήσει η φωτιά, αυτή που καίει δεκαπέντε μέρες τώρα, μπορεί και ο πρωθυπουργός να βρει τον δρόμο για τον Έβρο και να μυρίσει τα καμένα. Άλλωστε ήταν υποψήφιος βουλευτής και στον Έβρο ο Κυριάκος Μητσοτάκης για να δείξει πόσο νοιάζεται γι’ αυτόν τον ακριτικό νομό.
Γι’ αυτόν τον ακριτικό νομό -και για όλους τους άλλους- το ενδιαφέρον είναι περιορισμένο. Εκτός κι αν μπορεί να στηθεί επικοινωνιακά ένα γκραν σουξέ. Όπως το «έπος του Έβρου» το 2020, η πολυπαινεμένη νίκη επί του «υβριδικού πολέμου» που εξαπέλυσε ο Ερντογάν με «όπλο» τους πρόσφυγες, στα μονοπάτια των οποίων ανάβουν και σήμερα οι φωτιές, όπως με ευκολία ισχυρίζεται ο ηγέτης τού απόλυτα αποτυχημένου επιτελικού κράτους.
Τον κ. Μητσοτάκη τον ενδιαφέρει η επικοινωνία και όχι η ουσία η «ενίσχυση» της Πυρόσβεσης είναι βολική επικοινωνιακά, τα αεροπλάνα φαίνονται, φωτογραφίζονται και είναι φόντο για δηλώσεις «αρμοδίων».
Είναι άλλη η αγωνία της κυβέρνησης, των μέσων ενημέρωσης, του κράτους όταν απειλείται π.χ. η Βαρυμπόμπη κι άλλη όταν απειλείται το Σουφλί.
Εάν δεν υπάρχει «έπος» να τραγουδηθεί, ο Έβρος κείται μακράν. Όπως κείται μακράν ό,τι άλλο καίγεται και η μυρωδιά του δεν φτάνει στο κέντρο της πρωτεύουσας.